- απηκα
- ἀπῆκα
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανατρέπω — εψα, άπηκα, αμμένος 1. αναποδογυρίζω: Το κύμα ανάτρεψε τη βάρκα. 2. γκρεμίζω, καταστρέφω: Ανατράπηκαν τα πάντα από το σεισμό. 3. ανασκευάζω, αποδείχνω αβάσιμο: Ανάτρεψε όλα τα επιχειρήματα του αντιδίκου του. 4. ματαιώνω, ακυρώνω, καταργώ: Η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποτρέπω — εψα, άπηκα, αμμένος, προλαβαίνω κάποιο κακό, απομακρύνω, εμποδίζω: Οι γονείς δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τον αταίριαστο αυτό γάμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)